- παράβλαστο
- το , παράβλαστος ο см. παραβλάσταρο
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παράβλαστο — το το παραβλάσταρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βλάστη] … Dictionary of Greek